πικραλίδα — (ταράξακο το φαρμακευτικό). Ποώδες πολυετές φυτό της οικογένειας των συνθέτων ή κομποζίτων (δικοτυλήδονα). Συναντάται στους φράχτες, στις άκρες των δασών και των δρόμων, στα λιβάδια, σε χέρσους αγρούς, παντού στην Ελλάδα. Είναι φυτό άκαυλο, με… … Dictionary of Greek
διασπορά — Ο διασκορπισμός, η διάδοση. (Βοτ.)δ. σπόρων. Η διαδικασία διασκόρπισης των σπόρων και η απελευθέρωσή τους από τους ώριμους καρπούς που τους περιέχουν. Υπάρχουν φυτά ή, ακριβέστερα, σπόροι των οποίων η δ. διευκολύνεται με τη μεσολάβηση διαφόρων… … Dictionary of Greek
μαρουλιά — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 27 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται ΒΔ του Γυθείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γυθείου. * * * η βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Taraxacum officinale τού γένους Ταραξάκο, αλλ.… … Dictionary of Greek
ταραξακίνη — η, Ν χημ. ουσία με πικρή γεύση, ακαθόριστη από χημική άποψη η οποία εξάγεται από τις ρίζες τού φυτού ταραξάκο … Dictionary of Greek
απάπη — Φυτό που είναι γνωστό επιστημονικά με την ονομασία ταράξακο το γυμνανθές.Πρόκειται για πολυετή μικρή πόα με παχύ μαύρο ρίζωμα και φύλλα μικρά, όρθια και απλωτά. Φυτρώνει σε άνυδρες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Κρήτης … Dictionary of Greek
Σύνθετα ή Κομπόζιτα — Μεγάλη οικογένεια φυτών της τάξης των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), η οποία περιλαμβάνει κυρίως πόες, που χαρακτηρίζονται από ταξιανθίες κεφάλια. Κάθε κεφάλι αποτελείται από πλήθος ανθίδια, ενωμένα πάνω σε μια δισκοειδή, θολωτή ή κωνική ανθοδόχη … Dictionary of Greek